σκινδαψός

σκινδαψός
σκινδαψ-ός, ,
A a four-stringed musical instrument, Anaxil.15, Theopomp.Coloph. ap. Ath.4.183a, cf.14.636b.
2 a word without meaning, a 'what d'ye call it', 'so-and-so', Artem.4.2, S.E.M.8.133, Gal.7.348, Herm.in Phdr.p.180 A., St.Byz. s.v. Γαληψός:—in mock-heroic form, νοῦν δ' εἶχεν ἐλάσσονα κινδαψοῖο Timo 38.
3 = οἰκέτης, or name of an οἰκέτης, Gal.8.662.
II an ivy-like tree, Clitarch.17 J.
III κινδαψοί· ὄρνεα, καὶ ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκινδαψός — a four stringed musical instrument masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίνδαψος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών αναρριχητικών ποωδών φυτών τών θερμών περιοχών κυρίως τής νοτιοανατολικής Ασίας, με 50 περίπου είδη, αλλ. πόθος …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψοῖο — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψοί — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψοῦ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψούς — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψῷ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψόν — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψός — κινδαψός, ὁ (Α) 1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί». 3. τετράχορδο μουσικό όργανο 4 …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψίζομαι — Α [σκινδαψός] μιλώ μεταχειροζόμενος σκινδαψούς, δηλαδή λέξεις χωρίς σημασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”